- κνῶμαι
- κνάωBis Acc.pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)κνάωBis Acc.pres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
παρακνώμαι — άομαι, Α παρατρίβομαι* («τοῑς δὲ ἐμπίπτων, τοῑς δὲ παρακνώμενος», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνῶμαι «ξύνομαι»] … Dictionary of Greek
προσκνώμαι — άομαι, Α τρίβομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κνῶμαι «ξύνομαι»] … Dictionary of Greek